περιβολαρήσιος

περιβολαρήσιος
α, ο, περιβολάρικος, η, ο
1) относящийся к саду или огороду; садовый; огородный; 2) выращиваемый в саду или в огороде; 3) относящийся к садоводу, огороднику

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περιβολαρήσιος" в других словарях:

  • περιβολαρήσιος — και περβολαρήσιος και περηβολήσιος, ια, ιο, Ν περιβολάρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβολάρης / περιβόλι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. σπιτ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • περβολαρήσιος — α, ο βλ. περιβολαρήσιος …   Dictionary of Greek

  • περιβολήσιος — ια, ιο, Ν βλ. περιβολαρήσιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»